- φώλι
- φώλι, το και φωλίτης, ο και φώλος, οαβγό γνήσιο ή τεχνητό, που αφήνεται στη φωλιά της κότας, για να την προσελκύσει να γεννήσει εκεί, το πρόσφωλο, το προσφώλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.